-
1 πρόμος
πρόμος, ὁ, der Vorderste; bei Hom. = πρόμαχος, Vorkämpfer, τινί, Jemandem als Vorkämpfer gegenüberstehend, Il. 7, 75. 116; πρόμος ἀνήρ, 5, 533; übh. der Erste, Vorsteher, Anführer, Aesch. Ag. 193; Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι, Eum. 377; ἰὼ γᾶς πρόμοι, Soph. O. C. 888; Helios heißt ὁ πάντων ϑεῶν ϑεὸς πρόμος, O. R. 661, Ἀϑηναίων Θησεῖδαι πρόμοι, Eur. Troad. 31, u. öfter; sp. D.: ἑτάρων πρόμος ἵστατο, er stellte sich seinen Gefährten voran, Ap. Rh. 2, 21; στρατίης πρόμος, Apollnds. 12 (VII, 233).
См. также в других словарях:
πρόμος — και ποιητ. τ. πρόμνος και πράμος, ὁ, Α 1. ο πρώτιστος 2. (στον Όμ.) πρόμαχος («πρόμος ἵσταται ὧδε μενοινῶν», Ομ. Ιλ.) 3. (με δοτ.) αντίπαλος, αντιμέτωπος («μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ», Ομ. Ιλ.) 4. γεν. αρχηγός («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι»,… … Dictionary of Greek